- προρέεσκε
- προρέωflow forwardimperf ind act 3rd sg (epic ionic)προρέωflow forwardimperf ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προρέω — Α (επικ. τ.) (αμτβ.) ρέω προς τα εμπρός, εκρέω 2. (μτβ.) χύνω προς τα έξω, εκχέω («[κρήνη] ὕδωρ προρέεσκε», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek